ἀντιπολέμιος

From LSJ
Revision as of 13:05, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

μὴ δὶς πρὸς τὸν αὐτὸν λίθον πταίειν → do not stumble twice on the same stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιπολέμιος Medium diacritics: ἀντιπολέμιος Low diacritics: αντιπολέμιος Capitals: ΑΝΤΙΠΟΛΕΜΙΟΣ
Transliteration A: antipolémios Transliteration B: antipolemios Transliteration C: antipolemios Beta Code: a)ntipole/mios

English (LSJ)

ον, warring against, οἱ ἀντιπολέμιοι = enemies, Th.3.90 codd. (but ἀντιπόλεμοι Poll.1.150); in Hdt.4.134,140, codd. vary between ἀντιπόλεμοι and -μιοι; but in 7.236, 8.68ἀντιπόλεμοι occurs without v.l., and is the only form cited by Hsch., cf. Onos. 10.9,al.

German (Pape)

[Seite 259] entgegenkämpfend, Feind, Her. 4, 134. 140 l. d.; Thuc. 3, 90.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est en guerre contre, belligérant, ennemi.
Étymologie: ἀντιπόλεμος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπολέμιος: -ον, ὁ ἐναντίον τινὸς πολεμῶν, οἱ ἀντιπολέμιοι, σχεδὸν ὅμοιον πρὸς τὸ οἱ πολέμιοι, Θουκ. 3. 90· παρ’ Ἡροδότῳ 4. 134, 140, τὰ κείμενα διαφέρουσιν ἄλλα μὲν ἔχοντα ἀντιπόλεμοι, ἄλλα δὲ ἀντιπολέμιοι, ἀλλ’ ἐν 7. 236., 8. 68, 2 τὸ αντιπόλεμοι ἀπαντᾷ ἄνευ ἑτέρας γραφῆς καὶ εἶναιμόνος τύπος ὁ αναφερόμενος παρ’ Ἡσυχίῳ «ἀντιπολέμους· πολεμίους».

Greek Monolingual

ἀντιπολέμιος κ. -πόλεμος, -ον (Α)
αντίπαλος στον πόλεμο, εχθρός.

Greek Monotonic

ἀντιπολέμιος: -ον αυτός που πολεμά ενάντια, οἱ ἀντιπολέμιοι, οι εχθροί, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιπολέμιος: ион. ἀντιπόλεμος ὁ воен. неприятель, противник Her., Thuc.

Middle Liddell


warring against, οἱ ἀντιπολέμιοι enemies, Thuc.