ἀποθαυμάζω

From LSJ
Revision as of 13:25, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθαυμάζω Medium diacritics: ἀποθαυμάζω Low diacritics: αποθαυμάζω Capitals: ΑΠΟΘΑΥΜΑΖΩ
Transliteration A: apothaumázō Transliteration B: apothaumazō Transliteration C: apothavmazo Beta Code: a)poqauma/zw

English (LSJ)

Ion. ἀπο-θωυμάζω or ἀπο-θωμάζω, marvel much at a thing, ἄφαρ δ' ἀπεθαύμασ' ὄνειρον Od.6.49; ἀ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Hdt. 1.11,30; πολλὰ ἄλλα Id.2.79: abs., wonder much, Id.1.68, X.Oec. 2.17, Luc.Am.13, POxy.1242 iii 53 (iii A. D.): c. part., ἀ.ὁρέων Hdt. 1.88; followed by εἰ, wonder that... Aeschin.1.94, 119.—Rare in Trag., A.Ag.318, S.OC1586.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. -θωμάζω Hdt.1.11, 30, 88, 2.79
maravillarse, asombrarse de c. ac. ἄφαρ δ' ἀπεθαύμασ' ὄνειρον Od.6.49, τὰ λεγόμενα Hdt.1.11, τὸ λεχθέν Hdt.1.30, πολλὰ ... καὶ ἄλλα Hdt.2.79, με Aristaenet.2.10.5, cf. 2.18.27, LXX Da.4.19
abs. A.A.318, S.OC 1586, Luc.Am.13, D.P.Au.1.18
c. part. ἀ. ὁρέων Hdt.1.88, καταμαθὼν ... ἀπεθαύμασα X.Oec.2.17, ἐκείνους ... ἀφορῶντας Plu.2.940e, θεασάμενος ... ἀ. POxy.1242.3.53 (III d.C.)
seguido de εἰ Aeschin.1.94, 119.

German (Pape)

[Seite 302] sehr bewundern, sich sehr über etwas verwundern, τί, Od. 6, 49; Aesch. Ag. 309; Soph. O. C. 1582; Her. 1, 11 u. öfter; τὸν κονιορτόν, ὅτεων εἴη 8, 65. Selten bei guten att. Prof. (Plat. gar nicht), Xen. Oec. 2, 17; Luc. Amor. 13.

French (Bailly abrégé)

s'étonner de, admirer, acc..
Étymologie: ἀπό, θαυμάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθαυμάζω: Ἰων. θωυμάζω ἢ -θωμάζω, θαυμάζω μεγάλως, ἐκπλήττομαι διά τι, ἄφαρ δ’ ἀπεθαύμασ’ ὄνειρον Ὀδ. Ζ. 49· ἀπ. τὰ λεγόμενα, τὸ λεχθέν, Ἡρόδ. 1. 11, 30· πολλὰ ἄλλα ὁ αὐτ. 2. 79: - ἀπολ., κυριεύομαι, ὑπὸ μεγάλου θαυμασμοῦ, ὁ αὐτ. 1. 68, κ. ἀλλ.· μετὰ μετοχ., ἀπεθωύμαζε ὁρέων ὁ αὐτ. 1. 88· ἑπομένου τοῦ εἰ, ἀποθαυμάζω… εἰ ὁ αὐτός, δεικνύων θαυμασμὸν καὶ ἔκπληξιν πῶς ἦτο δυνατὸν ὁ αὐτὸς κτλ., Αἰσχίν. 13. 29., 16, 42: - σπάν. παρὰ Τραγ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 318, Σοφ. Ο. Κ. 1586.

English (Autenrieth)

aor. ἀπεθαύμασε: marvel at, Od. 6.49†.

Greek Monolingual

(AM ἀποθαυμάζω κ. ιων. αποθωυμάζω κ. αποθωμάζω)
κατέχομαι από μεγάλο θαυμασμό, αναπολώ με θαυμασμό, εκπλήσσομαι.

Greek Monotonic

ἀποθαυμάζω: Ιων. -θωυμάζω ή -θωμάζω, μέλ. -σω, δείχνω μεγάλο θαυμασμό σε κάτι, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., καταλαμβάνομαι από μεγάλο θαυμασμό, σε Ηρόδ., Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθαυμάζω: ион. ἀποθω(υ)μάζω удивляться, поражаться, восхищаться (Aesch., Soph., Her., Xen., Plut.; τι Hom., Her.; εἰ … Aeschin.).

Middle Liddell


to marvel much at a thing, c. acc., Od.:—absol. to wonder much, Hdt., Aesch.