ἁμαρτοεπής
κούφα σοι χθὼν ἐπάνωθε πέσοι → may earth lie lightly on thee, may the earth rest lightly on you, may the ground be light to you, may the earth be light to you
English (LSJ)
ές, (ἔπος) erring in words, speaking at random, Il.13.824; οἶνος ἁ. wine that makes men talk at random, Poet. ap. Clem.Al. Paed.2.2.28.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
1 embustero, de palabras embusteras, Αἴας Il.13.824, cf. Cyr.Al.M.68.428D, 69.356D, 71.804A.
2 que hace equivocarse al hablar οἶνος poeta en Clem.Al.Paed.2.2.28.
German (Pape)
[Seite 117] ές, in den Worten fehlend, Hom. einmal, Iliad. 13, 824 Αἶαν ἁμαρτοεπές, βουγάιε, ποῖον ἔειπες; vgl. οὐχ ἡμάρτανε μύθων Od. 11, 511 u. ἀφαμαρτοεπής Iliad. 3, 215; – οἶνος ἁμ., der Wein macht, daß die Menschen eitel schwatzen, p. bei Clem. Alex. Paed. 2 p. 155.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui s'égare dans ses discours.
Étymologie: ἁμαρτάνω, ἔπος.
Greek (Liddell-Scott)
ἁμαρτοεπής: -ές, (ἔπος) ὁ σφαλλόμενος ἐν τοῖς λόγοις, ὁ ἀσκέπτως ὁμιλῶν, Ἰλ. Ν. 824· οἶνος ἁμ., ὅστις κάμνει τοὺς ἀνθρώπους νὰ λέγωσιν ἀνοησίας, Ποιητ. παρὰ Κλήμ. Ἀλ. 183.
English (Autenrieth)
ές (ϝέπος): erring in word, rash-speaking, Il. 13.824†. Cf. ἀφαμαρτοεπής.
Greek Monolingual
ἁμαρτοεπής, -ές (Α)
1. αυτός που σφάλλει στους λόγους, που μιλάει παράδοξα ή ματαιόδοξα
2. φρ. «οἶνος ἁμαρτοεπής», αυτός που κάνει τους ανθρώπους να φλυαρούν, να μην προσέχουν τα λόγια τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμαρτο- (< ἁμαρτάνω) + -επὴς < ἔπος.
Greek Monotonic
ἁμαρτοεπής: -ές (ἁμαρτάνω, ἔπος), αυτός που σφάλλει στα λόγια, αυτός που μιλά αψήφιστα, απερίσκεπτα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἁμαρτοεπής: говорящий вздор, празднословящий Hom.