ἐπισπουδάζω

From LSJ
Revision as of 15:27, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπισπουδάζω Medium diacritics: ἐπισπουδάζω Low diacritics: επισπουδάζω Capitals: ΕΠΙΣΠΟΥΔΑΖΩ
Transliteration A: epispoudázō Transliteration B: epispoudazō Transliteration C: epispoudazo Beta Code: e)pispouda/zw

English (LSJ)

A urge on, further, LXX Ge.19.15, Pr.13.11 (Pass.). II. intr., haste or make haste in a thing, Luc.Pisc.2. III. study over, τι τῷ οἴνῳ Philostr.VS2.10.1.

German (Pape)

[Seite 981] = ἐπισπεύδω, dazu antreiben, LXX. – Intraus., herbeieilen, Luc. Pisc. 2.

French (Bailly abrégé)

se hâter.
Étymologie: ἐπί, σπουδάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπισπουδάζω: ἐπισπεύδω, παροτρύνω τινα εἴς τι, Ἑβδ. (Γέν. ΙΘ΄, 15 ὡς διάφ. γραφ., Παροιμ. ΙΓ΄, 11 ἐν τῷ Παθ.). ΙΙ. ἀμεταβ., σπεύδω, ἐπισπούδασον ἔτι θᾶττον Λουκ. Ἁλ. 2. ΙΙΙ. ἐπισπουδάζειν τῷ οἴνῳ, σπουδάζειν ἐπί τῷ οἴνῳ, σπουδαιολογεῖν ἐν πότῳ Φιλόστρ. 585.

Greek Monolingual

ἐπισπουδάζω (Α)
1. παροτρύνω, παρορμώ («ἐπεσπούδαζον οἱ ἄγγελοι τὸν Λὼτ λέγοντες», ΠΔ)
2. σπεύδω (ἐπισπούδασον ἔτι θᾱττον», Λουκιαν.)
3. σπουδαιολογώ, μιλάω σοβαρά σε άκαιρη περίσταση.

Greek Monotonic

ἐπισπουδάζω: μέλ. -σω, αμτβ., σπεύδω, επείγομαι σε κάτι, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπισπουδάζω: спешить, торопиться Luc.

Middle Liddell

fut. σω
intr. to make haste in a thing, Luc.