ἔκτοσε
From LSJ
English (LSJ)
Adv. outwards: c. gen., out of, ἔκτοσε χειρός Od.14.277.
Spanish (DGE)
1 adv. hacia afuera Hdn.Gr.1.499.
2 prep. de gen. de, fuera de δόρυ δ' ἔκβαλον ἔ. χειρός solté de mi mano la lanza, Od.14.277.
German (Pape)
[Seite 782] heraus; δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός Od. 14, 277.
French (Bailly abrégé)
adv.
hors de, gén. avec idée de mouvement.
Étymologie: ἐκτός, -σε.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκτοσε: ἐπίρρ. ἔξω, ἐκτός, μετὰ γεν., δόρυ δ’ ἔκβαλον ἔκτοσε χειρὸς Ὀδ. Ξ. 277.
English (Autenrieth)
out of, w. gen., Od. 14.277†.
Greek Monolingual
ἔκτοσε (Α)
επίρρ. έξω, εκτός (με γεν.) («δόρυ δ' ἔκβαλον ἔκτοσε χειρός», Οδ. ξ).
Greek Monotonic
ἔκτοσε: επίρρ., προς τα έξω· με γεν., έξω από, εκτός, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκτοσε: praep. cum gen. из (ἐκβαλεῖν ἔ. χειρός Hom.).
Middle Liddell
[from ἐκτός
outwards: c. gen. out of, Od.