ἔκνοια
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
English (LSJ)
ἡA, (ἐκνίζω) loss of one's senses, Arist.Somn.Vig.455b6(pl.),456b10.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 pérdida del sentido ἔ. καὶ πνιγμός τις καὶ λειποψυχία Arist.Somn.Vig.456b10, cf. 455b6, 457b25.
2 irreflexión, imprudencia Aq.2Re.6.7.
German (Pape)
[Seite 770] ἡ, Sinnlosigkeit, Arist. somn. 2, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκνοια: ἡ, (ἔκνοος) ἀδυναμία τοῦ αἰσθητικοῦ, παράνοια, Ἀριστ. περὶ Ὕπν. 2. 8., 3. 23.
Greek Monolingual
ἔκνοια, η (Α)
απώλεια του λογικού, παράνοια.
Russian (Dvoretsky)
ἔκνοια: ἡ потеря чувств, бессознательное состояние Arst.