ἔλαιος

From LSJ
Revision as of 17:09, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔλαιος Medium diacritics: ἔλαιος Low diacritics: έλαιος Capitals: ΕΛΑΙΟΣ
Transliteration A: élaios Transliteration B: elaios Transliteration C: elaios Beta Code: e)/laios

English (LSJ)

ὁ,= κότινος, A wild olive, ἄγριος ἔλαιος Pi.Fr.46, S.Tr.1197, Paus. 2.32.10. II a bird, prob. a kind of warbler, Alex.Mynd. ap. Ath. 2.65b, cj. in AP7.199 (Tymnes); cf. ἐλέα.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 bot. olivo, Olea europaea L. ἄγριος ἔ. acebuche, Olea europaea L. var. silvestris Brot., Pi.Fr.46, S.Tr.1197
post. ἔλαιος acebuche, olivo silvestre Paus.2.28.7, 32.10.
2 orn. zarcero, Hippolais olivetorum (Strickland) o H. pallida elaeica (Lindermayer), Alex.Mynd.p.548W.

German (Pape)

[Seite 789] ὁ, wilder Oelbaum, ἄγριος Pind. frg. 21; Soph. T. 197 u. Sp. – Bei Ath. II, 65 b ist ἐλαιός ein Vogel.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
olivier sauvage, plante.
Étymologie: ἐλαία.
Syn. ἀγριέλαιος, κότινος, πυρκαϊά, φυλία.

Greek (Liddell-Scott)

ἔλαιος: ὁ, = κότινος, ἡ ἀγρία ἐλαία, «ἀγριοελῃά», Λατ. oleaster, ἄγριος ἔλ. Πινδ. Ἀποσπ. 21, Σοφ. Τρ. 1197· ἴδε τὴν λ. ἄρρην, καὶ πρβλ. Θεοφρ. π. τὰ Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 12. ΙΙ. ἐλαιός (ὀξύτ.), ὁ, εἶδος αἰγιθάλλου, μελισσοφάγου, Ἀλέξ. Μύνδιος παρ’ Ἀθην. 65Β (ἔνθα τὰ χειρόγρ. ἔχουσιν ἔλαιον, πιθανῶς ἐσφ. γραφ. ἀντὶ ἐλεᾶς). 2) Ροδία λέξ. ἀντὶ φαρμακεύς, Ἡσύχ.

English (Slater)

ἔλαιος wild olive ἄγριος ἔλαιος (ἣν οἱ πολλοὶ ἀγριέλαιον καλοῦσιν Bachmann, Anecd. 25. 15) fr. 46.

Greek Monolingual

ἔλαιος, ο (AM)
άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος
αρχ.
1. (οξύτ. ἐλαιός) πουλί, πιθ. είδος αιγιθάλου, μελισσοφάγου
2. (κατά τον Ησύχ.) «φαρμακεύς» — ροδιακή λέξη.

Greek Monotonic

ἔλαιος: ὁ (ἐλαία), άγρια ελιά, αγριελιά, κότινος, Λατ. oleaster, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔλαιος: ὁ (тж. ἔ. ἄγριος Pind.) маслина, преимущ. дикая Pind., Soph.

Middle Liddell

ἔλαιος, ὁ, ἐλαία
the wild olive, Lat. oleaster, Soph.

English (Woodhouse)

wild olive

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)