ἰσόπρεσβυς
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
υ, like an old man, A.Ag.78 (anap.).
German (Pape)
[Seite 1266] νεαρὸς μυελός, Aesch. Ag. 78, dem Alten, einem Greise gleich.
French (Bailly abrégé)
(ὁ, ἡ)
de vieillard litt. égal à un vieillard.
Étymologie: ἴσος, πρέσβυς.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσόπρεσβυς: υ, ὅμοιος πρὸς γέροντα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 78.
Greek Monolingual
ἰσόπρεσβυς, -υ (Α)
όμοιος με γέρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + πρέσβυς «γέροντας»].
Greek Monotonic
ἰσόπρεσβυς: -υ, όμοιος με ηλικιωμένο, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἰσόπρεσβυς: adj. как у старца, старческий (μυελός Aesch.).
Middle Liddell
like an old man, Aesch.