ὀλιγανδρία

From LSJ
Revision as of 17:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγανδρία Medium diacritics: ὀλιγανδρία Low diacritics: ολιγανδρία Capitals: ΟΛΙΓΑΝΔΡΙΑ
Transliteration A: oligandría Transliteration B: oligandria Transliteration C: oligandria Beta Code: o)ligandri/a

English (LSJ)

ἡ, scantiness of men, Str.14.1.10, Plu.2.413f, Philostr.VA3.30.

German (Pape)

[Seite 319] ἡ, Mangel an Männern, Menschen; Strab.; Plut. def. or. 8.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
manque d’hommes.
Étymologie: ὀλίγος, ἀνήρ.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγανδρία: ἡ, ὀλιγότης, ἔλλειψις ἀνδρῶν, Στράβ. 636, Πλούτ. 2. 413F.

Greek Monolingual

η (Α ὀλιγανδρία) ολίγανδρος
η έλλειψη αρκετού αριθμού ανδρών, σχετική λειψανδρία (α. «ο πόλεμος προκάλεσε ολιγανδρία» β. «ἣ νῦν δι' ὀλιγανδρίαν Μιλησίοις συμπεπόλισται», Στράβ.).

Greek Monotonic

ὀλῐγανδρία: ἡ, έλλειψη αντρών, λειψανδρία, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγανδρία:нехватка людей, недостаток в людях Plut.

Middle Liddell

ὀλῐγανδρία, ἡ,
scantiness of men, Strab.