κενοδοντίς

From LSJ
Revision as of 22:30, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

κάλλιστον ἐφόδιον τῷ γήρᾳ ἡ παιδεία (Aristotle, quoted by Diogenes Laertius 5.21) → the finest provision for old age is education

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενοδοντίς Medium diacritics: κενοδοντίς Low diacritics: κενοδοντίς Capitals: ΚΕΝΟΔΟΝΤΙΣ
Transliteration A: kenodontís Transliteration B: kenodontis Transliteration C: kenodontis Beta Code: kenodonti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, toothless, AP6.297 (Phan.).

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
édenté, sans dents.
Étymologie: κενός, ὀδούς.

Greek (Liddell-Scott)

κενοδοντίς: -ίδος, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, ἀγρεῖφναν κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ κυνόδους) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα.

Greek Monolingual

κενοδοντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος, ].

Greek Monotonic

κενοδοντίς: -ίδος, ἡ (ὀδούς), ανυπαρξία δοντιών, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενοδοντίς, gen. -ίδος [κενός, ὀδούς] tandeloos.

Middle Liddell

κεν-οδοντίς, ίδος ὀδούς
toothless, Anth.