φτώχεια

From LSJ
Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)

Source

Greek Monolingual

η / πτωχεία, ΝΜΑ, και ιων. τ. πτωχηίη Α
η κατάσταση του φτωχού, η στέρηση τών αναγκαίων για τη ζωή, ένδεια, πενία (α. «μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια» β. «ὅς ἐκ πολλῶν τε καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν ἐς πτωχηίην ἀπῑκται ἐπὶ γήραος οὐδῷ», Ηρόδ.)
2. (κατ' επέκτ.) επαιτεία, ζητιανιά
νεοελλ.
1. το σύνολο τών φτωχών, φτωχολογιά
2. παροιμ. «τα πολλά λόγια είναι φτώχεια» — βλ. λόγια
μσν.
παροχή μικρής, ευτελούς βοήθειας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πτωχεία < πτωχεύω, ενώ ο νεοελλ. τ. φτώχεια < φτωχαίνω, κατά το σχήμα ακριβαίνω: ακρίβεια].