μηλάτης
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
English (LSJ)
ου, ὁ, shepherd, Eust.877.50, Zonar.; μηλάταν τὸν ποιμένα Βοιωτοί, and μηλόται· ποιμένες, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
μηλάτης: ὁ, ποιμήν, Ζωναρ. 1357, Εὐστ. 877. 50· μηλάταν (ἢ μηλατὰν) τὸν ποιμένα Βοιωτοί, καὶ μηλόται· ποιμένες Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μηλάτης και μηλότης, ὁ (Α)
ο ποιμένας (α. «μηλόται
ποιμένες», Ησύχ.
β. «ποιμένων, οἳ καὶ προβατεῑς καλοῦνται καὶ μηλάται», Ευστάθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο. τ. μηλ-ότης < μῆλον (II) «κοπάδι, αγέλη ζώων» + κατάλ. -ότης (πρβλ. ιππότης, τοξότης). Το μηλ-άτης έχει προέλθει πιθ. με απλολογία από τ. μηλ-ηλάτης (< μῆλον (II) + -ηλάτης < ἐλαυνω), πρβλ. βοηλάτης.