βουλιμία
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
English (LSJ)
ἡ, ravenous hunger, Timocl.13.3, Arist.Pr.887b39.
Spanish (DGE)
(βουλῑμία) -ας, ἡ
hambre de buey e.e. hambre feroz ἰατρὸς ἐκλύτου βουλιμίας Timocl.13.3, cf. Arist.Pr.887b39, Ps.Dicaearch.1.2
•medic. bulimia βουλιμιῶν ἰάματα Gal.11.721.
German (Pape)
[Seite 458] ἡ, Heißhunger; Medic.; Plut. Symp. 6, 8, 5.
Russian (Dvoretsky)
βουλῑμία: ἡ мучительный или неутолимый голод Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
βουλῑμία: ἡ, μεγάλη πεῖνα, ὑπερβολική, Τιμοκλ. Ἡρ. 2, Ἀριστ. Προβλ. 7. 9.
Greek Monolingual
η (AM βουλιμία) βούλιμος
ακόρεστη πείνα, αδηφαγία.
Greek Monotonic
βουλῑμία: ἡ (βου-, λιμός), υπερβολική πείνα, αδηφαγία, λαιμαργία, ομώνυμη αρρώστια, σε Αριστ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: hunger like a bull (Timocl.)
Derivatives: βουλιμιάω have hunger... (Ar.). βουλιμώττω (Suid.) = βουλιμιάω.
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From βούλιμος, prop. adj. (Alex.), but also = βουλιμία (Plu.) through association with λιμός; s. Risch IF 59, 59. -- From augmntative βου- as in βούβρωστις, βουγάϊε (s. vv.). - S. βούπεινα.
Middle Liddell
βου-, λιμός
ravenous hunger, a disease, Arist.
Frisk Etymology German
βουλιμία: {boulimía}
Grammar: f.
Meaning: "Ochsen-hunger", Heißhunger (Timokl., Arist.);
Derivative: davon βουλιμιάω Heißhunger haben (Ar., X., Arist. usw.) mit βουλιμίασις (Plu.).
Etymology: Ableitung von βούλιμος, das eig. adjektivisches Bahuvrihi ist: verhungert (Alex.), aber auch = βουλιμία (Plu. u. a.) steht durch formalen Anschluß an λιμός. Vgl. Risch IF 59, 59 m. A. 2. — βουλιμ(ι)ώδης (Mediz.) und βουλιμώττω (Suid.) = βουλιμιάω. — Enthält als Vorderglied βοῦς in derselben steigernden Funktion wie in βούβρωστις, βουγάϊε usw. (s. dd.). — Nach βουλιμία, βούλιμος bildeten hell. Dichter βούπεινα.
Page 1,258