ἀποδεσμεύω
From LSJ
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
English (LSJ)
bind fast, LXX Pr.26.8, Hippiatr.77.
Spanish (DGE)
atar fijamente λίθον ἐν σφενδόνῃ LXX Pr.26.8, cf. Hippiatr.77.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδεσμεύω: καὶ -έω, δένω σφιγκτά, Ἀπολλοδ. Πολιορκ. σ. 45Β, Ἑβδ. (Παροιμ. κϚ΄, 8).
Greek Monolingual
(AM ἀποδεσμεύω, Α κ. ἀποδεσμῶ, -έω)
νεοελλ.
1. αποσυνδέω, απαλλάσσω, απελευθερώνω
2. απελευθερώνω καταθέσεις που είχαν με προηγούμενη απόφαση μου δεσμευθεί, επιτρέπω την ανάληψη τους
αρχ.
δένω σφιχτά.