κλῶσμα

From LSJ
Revision as of 08:30, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλῶσμα Medium diacritics: κλῶσμα Low diacritics: κλώσμα Capitals: ΚΛΩΣΜΑ
Transliteration A: klō̂sma Transliteration B: klōsma Transliteration C: klosma Beta Code: klw=sma

English (LSJ)

ατος, τό, (κλώθω) A clue, Nic.Fr.72.1, Paus.6.26.7. 2 thread, LXXNu.15.38. 3 metaph., thread of fate, κλώσματα θεῖα τελῶν IG12(7).123 (Amorgos).

German (Pape)

[Seite 1459] τό, das Gespinnst; Nic. Ath. IX, 372 e; Paus. 6, 26, 4 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλῶσμα: τό, τὸ κεκλωσμένον, νῆμα, κλωστή, Νικ. παρ’ Ἀθήν. 372Ε, Παυσ. 6. 26, 7.

Greek Monolingual

το (AM κλῶσμα) κλώθω
1. κλωστή, νήμα
2. κλώση
νεοελλ.
1. στριφογύρισμα, κλωθογύρισμα
2. ναυτ. το νήμα που προκύπτει από τη συστροφή τών πρώτων βασικών ινών κάνναβης και το οποίο κατόπιν συστρέφεται με άλλα όμοιά του για την κατασκευή του εμβόλου τών σχοινιών
νεοελλ.-μσν.
(για ποταμό) στροφή, στριφογύρισμα
μσν.
1. έγνοια, στενοχώρια
2. γύρισμα ή αλλαγή της τύχης
αρχ.
το νήμα της μοίρας.