οὐρανοφοίτης

From LSJ
Revision as of 10:40, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οὐρᾰνοφοίτης Medium diacritics: οὐρανοφοίτης Low diacritics: ουρανοφοίτης Capitals: ΟΥΡΑΝΟΦΟΙΤΗΣ
Transliteration A: ouranophoítēs Transliteration B: ouranophoitēs Transliteration C: ouranofoitis Beta Code: ou)ranofoi/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, walking in heaven, Hymn.Mag.2.(2).14, Suid. s.v. οὐρανοβάμονος, etc.

German (Pape)

[Seite 418] ὁ, = Folgdm, Suid. Erkl. von οὐρανοβάμων.

Greek (Liddell-Scott)

οὐρᾰνοφοίτης: -ου, ὁ, ὁ περιπατῶν ἐν τῷ οὐρανῷ, οὐρανοβάμων, Γρηγ. Ναζ., Σουΐδ., κλ.

Spanish

que pasea por el cielo

Greek Monolingual

οὐρανοφοίτης, ὁ (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται στον ουρανό, ουρανοβάμων («τοὺς οὐρανοφοίτας ἀποστόλους», Ευστ. Πον.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουρανο- + -φοίτης (< φοιτώ), πρβλ. ορειφοίτης.