μαντείη

From LSJ
Revision as of 13:22, 21 July 2022 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) μαντεύω<br /><b>1.</b>...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226

Greek Monolingual

η (AM μαντεία, Α επικ. τ. μαντείη, ιων. τ. μαντηΐη, Μ και μαντειά) μαντεύω
1. το να προλέγει κάποιος αυτά που πρόκειται να συμβούν ή να αποκαλύπτει τα άγνωστα, η προφητική δύναμη, η μαντική ιδιότητα, η μαντική τέχνη («μαντείας... δεῖται ὅ,τι ποτὲ λέγεις», Πλάτ.)
2. συν. στον πληθ. οι προφητείες, οι χρησμοί, οι εξηγήσεις τών σημείων
μσν.
μαγική πράξη
αρχ.
1. ο τρόπος με τον οποίο δινόταν ο χρησμός («ἡ δὲ μαντηΐη ἥ τε ἐν Θήβῃσι τῇσι Αἰγυπτίῃσι καὶ ἐν Δωδώνῃ παραπλήσιαι ἀλλῄλησι», Ηρόδ.)
2. εικασία, πιθανολογία, υπόθεση («τον γε ἄνευ πείρας αἱρούμενον μαντείᾳ μᾶλλον ἢ κρίσει τἀληθὲς ἀναζητοῦντα», Λουκιαν.)
3. σκοτεινή έκφραση, δυσνόητος λόγος («εἰ οὖν πῃ ἔχεις συμβαλεῖν τὴν Κρατύλου μαντείαν», Πλάτ.)
4. φρ. «ὡς ἡ ἐμὴ μαντεία» — όπως προλέγω, όπως προφητεύω εγώ (Πλάτ.).