Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σπογγοειδής

From LSJ
Revision as of 10:46, 6 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπογγοειδής Medium diacritics: σπογγοειδής Low diacritics: σπογγοειδής Capitals: ΣΠΟΓΓΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: spongoeidḗs Transliteration B: spongoeidēs Transliteration C: spoggoeidis Beta Code: spoggoeidh/s

English (LSJ)

ές, sponge-like, spongy, Hp.VM22, Oss.4, Gal.UP7.8, al.; cf. σπογγώδης. Adv. σπογγειδῶς = in a way similar to a sponge Epicur. ap. Placit.2.20.14.

German (Pape)

[Seite 922] ές, schwammartig, Hippocr. und sonst.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς σπόγγον, σπογγώδης, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 17., 274. 41, κ. ἀλλ.· πρβλ. σπογγώδης. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἐπίκουρ. παρὰ Στοβ. ἐν Ἐκλ. 1. 532.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ, και σφογγοειδής, -ές, Α
αυτός που μοιάζει με σπόγγο στη σύσταση και στις ιδιότητες
νεοελλ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σπογγοειδή
ζωολ. οι σπόγγοι
2. φρ. «σπογγοειδής μυκητίαση»
ιατρ. λέμφωμα του δέρματος που δεν έχει όμως καμία σχέση με τις μυκητιάσεις αλλά είναι αιματοδερματοπάθεια, κακοήθης πάθηση του δέρματος και τών κυττάρων της αιμοποιητικής σειράς, που εξελίσσεται σε τρεις φάσεις.
επίρρ...
σπογγοειδῶς Α
με τρόπο όμοιο με του σπόγγου, απορροφητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόγγος / σφόγγος + -ειδής].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπογγοειδής -ές [σπόγγος, εἶδος] sponsachtig.