πάμβοτος

From LSJ
Revision as of 21:11, 9 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πάμβοτος Medium diacritics: πάμβοτος Low diacritics: πάμβοτος Capitals: ΠΑΜΒΟΤΟΣ
Transliteration A: pámbotos Transliteration B: pambotos Transliteration C: pamvotos Beta Code: pa/mbotos

English (LSJ)

ον, all-nourishing, ἄλσος A.Supp.558 (lyr.), cf. Fr.99.

German (Pape)

[Seite 453] allernährend, Aesch. Suppl. 563.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui nourrit tout le monde, plantureux.
Étymologie: πᾶν, βόσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πάμβοτος -ον [πᾶς, βόσκω] allen voedend.

Russian (Dvoretsky)

πάμβοτος: питающий всех: δῖον πάμβοτον ἄλσος Aesch. = Αἴγυπτος.

Greek (Liddell-Scott)

πάμβοτος: -ον, ὁ τοὺς πάντας τρέφων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 559.

Greek Monolingual

πάμβοτος, -ον (Α)
αυτός που τρέφει τους πάντες («Διὸς πάμβοτον ἄλσος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -βοτος (< θ. βο- του βόσκω), πρβλ. πολύ-βοτος].