δυσπαραμύθητος
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
[μῡ], ον, A hard to appease, Pl.Ti.69d, Plu.Mar.45. II admitting no consolation, συμφορά, πάθος, J.AJ2.9.2, Poll.3.101.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de apaciguar θυμός Pl.Ti.69d, ἔρως Plu.Mar.45
•difícil de mitigar ὀδύνη Gal.14.748.
2 que no admite consuelo, inconsolable συμφορά I.AI 2.208, πένθος IAE 36.13 (I d.C.), πάθος Poll.3.101.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu trösten, Plat. Tim. 69 d; schwer zu beruhigen, zu stillen, ἔρως Plut. Mar. 45; πάθος Poll. 3, 101.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à calmer (par des exhortations).
Étymologie: δυσ-, παραμυθέομαι.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαραμύθητος: (μῡ) с трудом поддающийся уговорам, не слушающий убеждения (θυμός Plat.; ἔρως τινός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαραμύθητος: -ον, δυσκολοπαρηγόρητος, Πλάτ. Τιμ. 69D, Πλούτ. Μαρ. 45.
Greek Monolingual
-η -ο (AM δυσπαραμύθητος, -ον)
αυτός που δύσκολα παρηγοριέται («δυσπαραμύθητον πάθος»)
αρχ.
αυτός που δύσκολα καθησυχάζει.
Greek Monotonic
δυσπαραμύθητος: -ον, αυτός που δύσκολα παρηγορείται, σε Πλούτ.
Middle Liddell
δυσ-παραμύθητος, ον
hard to appease, Plut.