τοπάρχης

From LSJ
Revision as of 09:15, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 414
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοπάρχης Medium diacritics: τοπάρχης Low diacritics: τοπάρχης Capitals: ΤΟΠΑΡΧΗΣ
Transliteration A: topárchēs Transliteration B: toparchēs Transliteration C: toparchis Beta Code: topa/rxhs

English (LSJ)

ου, ὁ, governor of a district, especially in Egypt, LXX Ge.41.34, PRev.Laws 37.3, 41.7, al. (iii B. C.), PTeb.48.6 (ii B. C.); elsewhere, LXX Da.3. 94(27), D. S.6.1, J.AJ8.7.2, IGRom.3.901 (Cilicia, i B.C.), Procop.Pers. 2.12, Cat.Cod.Astr.5(3).89: cf. τοπογραμματεύς.

German (Pape)

[Seite 1129] ὁ, = τόπαρχος, Sp., wie LXX.

Greek (Liddell-Scott)

τοπάρχης: -ου, ὁ, κυβερνήτης, διοικητής τόπου τινὸς ἢ διαμερίσματος, ἔπαρχος, μάλιστα ἐν Αἰγύπτω, Ἑβδ. (Γέν. ΜΑ΄, 34), Συλλ. Ἐπιγρ. 4976, Παλαίφατ. 72. 7, πρβλ. τοπογραμματεύς.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
τοπικός άρχων, διοικητής ενός διαμερίσματος, μιας επαρχίας, μιας περιοχής
νεοελλ.
1. τοπικός πολιτικός παράγοντας
2. προύχοντας, προεστός
αρχ.
αστρολ. ζώδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -άρχης].