ἀώς
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
French (Bailly abrégé)
dor. c. ἠώς.
English (Slater)
ᾱώς
a dawn τὸν δὲ σύγκοιτον γλυκὺν παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα ῥέποντα πρὸς ἀῶ v. ἀναλίσκω (P. 9.25)
b Dawn, mother of Memnon. Ἀοῦς τε παῖδ' Αἰθίοπα i. e. Memnon (O. 2.83) φαεννᾶς υἱὸν εὖτ' ἐνάριξεν Ἀόος ἀκμᾷ ἔγχεος ζακότοιο (Er. Schmid: ἀοῦς codd.) (N. 6.52) test., Eustath., proem. Pind., § 16, λιτὴν δὲ Ἠὼ τὴν εὐκταίαν (sc. λέγει Πίνδαρος) fr. 21.
Spanish (DGE)
v. ἠώς.
Russian (Dvoretsky)
ἀώς: (ᾱ) ἡ дор. = ἠώς.