εὐτεκνία

From LSJ
Revision as of 09:24, 22 October 2022 by Spiros (talk | contribs)

λεπταῖς ἐπὶ ῥοπῆσιν ἐμπολὰς μακρὰς ἀεὶ παραρρίπτοντες → staking distant ventures on nice balancings

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐτεκνία Medium diacritics: εὐτεκνία Low diacritics: ευτεκνία Capitals: ΕΥΤΕΚΝΙΑ
Transliteration A: euteknía Transliteration B: euteknia Transliteration C: efteknia Beta Code: eu)tekni/a

English (LSJ)

poet. εὐτεκνίη, ἡ, A blessing of children, εὐτεκνίας κύρσαι E.Ion 470 (lyr.); εὐτεκνίᾳ δυστυχίαν… καθελεῖν Id.Supp.66(lyr.), cf. Arist. Rh.1361a1, EN1099b3, Stoic.3.24, IG9(1).979; εὐτεκνία παίδων Epigr. ap. Plu.Fr.22.7; fruitfulness, IG14.1615. II personified, Εὐτεκνεία (sic) Syria6.295 (Philippopolis). [-τεκ- in ll. cc. poet., and Theoc. 18.51.]

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bonheur d'avoir de nobles enfants ou beaucoup d'enfants.
Étymologie: εὔτεκνος.

Russian (Dvoretsky)

εὐτεκνία:родительское счастье или счастье материнства Eur., Arst., Anth.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτεκνία: ἡ, τὸ ἔχειν πολλὰ ἢ καλὰ τέκνα, εὐτεκνίας κῦρσαι Εὐρ. Ἴων 470· εὐτεκνίᾳ δυστυχίαν... καθελεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἱκ. 66, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 4, Ἠθ. Ν. 1. 8,16· εὐτ. παίδων Ἀνθ. Π. παράρτ. 264· γονιμότης, αὐτόθι 356· πρβλ. εὐπαιδία. ὁ Θεόκρ. ἐν 18. 51 ἔχει τὴν λέξιν μετὰ βραχείας παραληγ., ὡς συμβαίνει καὶ εὶς τὴν λέξιν τέκνον.

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐτεκνία, Α και ποιητ. τ. εὐτεκνίη) εύτεκνος
το να έχει κάποιος πολλά και καλά τέκνα
μσν.
μτφ. ευγλωττία («τὴν ἐν λόγοις εὐτεκνίαν», Ευστ.)
αρχ.
1. γονιμότητα
2. επιγρ. ευκαρπία
3. (επιγρ., ως κύριο όν.) ἡ Εὐτεκνεία
προσωποποίηση της ευτεκνίας.

Greek Monotonic

εὐτεκνία: ἡ, ευλογία παιδιών, γενιά καλών παιδιών, σε Ευρ.

Middle Liddell

εὐτεκνία, ἡ,
the blessing of children, a breed of goodly children, Eur.