σφαραγίζω

From LSJ
Revision as of 18:03, 6 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφᾰρᾰγίζω Medium diacritics: σφαραγίζω Low diacritics: σφαραγίζω Capitals: ΣΦΑΡΑΓΙΖΩ
Transliteration A: spharagízō Transliteration B: spharagizō Transliteration C: sfaragizo Beta Code: sfaragi/zw

English (LSJ)

stir up with noise and bustle, σὺν δ' ἄνεμοι ἔνοσίν τε κονίην τ' ἐσφαράγιζον Hes.Th.706.

French (Bailly abrégé)

soulever avec bruit.
Étymologie: σφάραγος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφαραγίζω lawaai maken, onder gebulder opjagen of opwekken.

Greek Monolingual

Α
ηχώ με πολύ θόρυβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του σφαραγοῦμαι με κατάλ. -ίζω].

Greek Monotonic

σφᾰρᾰγίζω: μόνο σε Επικ. παρατ. σφαράγιζον, συνταράζω παράγοντας κρότο, δονώ θορυβωδώς, σε Ησίοδ.

Greek (Liddell-Scott)

σφᾰρᾰγίζω: δονῶ, μετὰ ψόφου ἠχῶ, καθ’ Ἡσύχ. ἐν λ. ἐσφαράγιζον, σὺν δ’ ἄνεμοι ἔνοσίν τε κόνιν τ’ ἐσφαράγιζον, «οἱ δὲ ἄνεμοι σεισμοὺς καὶ κόνιν ἐποίουν, ἠχοῦντες συνετάρασσον» (Σχόλ.), Ἡσ. Θεογ. 706.

Middle Liddell

σφᾰρᾰγίζω, [from σφάραγος only in epic imperf. σφαράγιζον]
to stir up with noise and bustle, Hes.