συνεφέλκω

From LSJ
Revision as of 00:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνεφέλκω Medium diacritics: συνεφέλκω Low diacritics: συνεφέλκω Capitals: ΣΥΝΕΦΕΛΚΩ
Transliteration A: synephélkō Transliteration B: synephelkō Transliteration C: synefelko Beta Code: sunefe/lkw

English (LSJ)

aor. -είλκῠσα (cf. ἕλκω):—draw after or along with one, Pl.Phd.80e, Ep.335b, Arist. de An.406b21:—Pass., to be drawn on together, Id.Ph.244a11; τῇ τοῦ ὅλου περιφορᾴ Id.Mete.341a2; to be drawn up also, Id.Pr.949a16, Thphr.CP4.13.5:—Med., much like Act., Hp.Mul.1.68, Phld. Mus.p.62 K., Ph.2.61, al., Plu.2.529c, Aret.SD1.13, Eun.VSp.498

French (Bailly abrégé)

f. συνεγέλξω, ao. συνεφείλκυσα;
traîner ou entraîner ensemble;
Moy. συνεφέλκομαι traîner avec ou après soi.
Étymologie: σύν, ἐφέλκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-εφέλκω met zich meetrekken.

Russian (Dvoretsky)

συνεφέλκω: (реже med.; fut. συνεφέλξω, aor. συνεφείλκῠσα) тянуть с (за) собою (τι Plat., Arst., Plut.): μηδέν τινος σ. Plat. не сохранять в себе никаких следов чего-л.

Greek (Liddell-Scott)

συνεφέλκω: ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· ― σύρω κατόπιν μου ἢ πλησίον μου ὁμοῦ, Πλάτ. Φαίδων 80Ε, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 1. 3, 12. ― Παθ., σύρομαι ὁμοῦ ἢ πλησίον μετά τινος, τινι ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 7. 2, 8, Μετεωρ. 1. 3, 26· ὁμοῦ ἢ ὁμοίως ἐφέλκομαι, ἀνασύρομαι, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 27. 11· ― Μέσ., σχεδὸν ὡς τὸ ἐνεργ., Ἱππ. 617. 43, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 13, Πλούτ. 2. 5, 9C, κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ
σύρω κάποιον ή κάτι από κοινού με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐφέλκω «σύρω, τραβώ»].

Greek Monotonic

συνεφέλκω: αόρ. αʹ -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω), σύρω από κοινού κοντά μου ή κατόπιν μου, σε Πλάτ.

Middle Liddell

aor1 -είλκῠσα [cf. ἕλκω
to draw after or along with one together, Plat.