κρεηδόκος
From LSJ
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ον, = κρειοδόκος, AP6.101 (Phil.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. κρειοδόκος.
Russian (Dvoretsky)
κρεηδόκος: принимающий в себя, т. е. хранящий мясо (ἐσχάρα Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κρεηδόκος: ον κρειοδόκος, Ἀνθ. Π. 6. 101.
Greek Monolingual
κρεηδόκος, -ον (Α)
κρειοδόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεη- (βλ. κρεο-) + -δόκος (< δέχομαι), πρβλ. ακοντοδόκος, θυοδόκος.
Greek Monotonic
κρεηδόκος: και κρειο-δόκος, -ον (δέχομαι), αυτός που περιέχει κρέας, σε Ανθ.