χειμάρρους

Revision as of 14:30, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

English (LSJ)

-ουν, contr. for χειμάρροος.

French (Bailly abrégé)

ους, ουν :
contr. att. v. χειμάρροος.

Middle Liddell

χειμάρ-ρους, ουν, [ῥέω]
I. winter-flowing, swollen by rain and melted snow, ποταμὸς χ. Il., Hdt.; παρὰ ῥείθροισι χειμάρροις Soph.; φάραγγες ὕδατι χειμάρρῳ ῥέουσαι Eur.
II. as substantive (without ποταμόσ), a torrent, Xen., Dem.
2. like χαράδρα II. 2, a conduit, Dem.

Frisk Etymology German

χειμάρρους: {kheimárrous}
See also: s. χεῖμα.
Page 2,1082

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό χεῖμα + ρέω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χεῖμα.