κοροπλάθος

From LSJ
Revision as of 22:05, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοροπλάθος Medium diacritics: κοροπλάθος Low diacritics: κοροπλάθος Capitals: ΚΟΡΟΠΛΑΘΟΣ
Transliteration A: koropláthos Transliteration B: koroplathos Transliteration C: koroplathos Beta Code: koropla/qos

English (LSJ)

[ᾰ], ὁ, modeller of small figures, image-maker, Pl.Tht.147b, Isoc.15.2, Luc.Lex.22; name of a play by Antiphanes: —in Hellenistic Gr. κοροπλάστης, ου, ὁ, EM530.11, Moer. p.234 P.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fabricant de poupées ou de figurines en cire, en plâtre, en terre, etc.
Étymologie: κόρη, πλάσσω.

Greek (Liddell-Scott)

κοροπλάθος: -ον, ὁ πλάτων προπλάσματα ἀγαλματίων ἢ πλαγγόνων, εἰδωλοποιός, Πλάτ. Θεαίτ. 147Β, Λουκ. Λεξιφ. 22· ὄνομα δράματός τινος τοῦ Ἀντιφάνους· ― παρ’ Ἑλληνισταῖς κορο-πλάστης, Ἐτυμολ. Μέγ. καὶ Μοῖρις ἐν λέξ.· ― πρβλ. ἰνοπλάθος.

Greek Monolingual

ο (Α κοροπλάθος)
ο κατασκευαστής πήλινων ή κέρινων αγαλματιδίων, συνήθως κορών («τοῖς ὑπὸ τῶν κοροπλάθων εἰς τὴν ἀγορὰν πλαττομένοις ἐοικώς», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + συνδετικό φωνήεν -ο- + -πλάθος (< πλάσσω), πρβλ. λογοπλάθος, πηλοπλάθος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοροπλάθος -ου, ὁ [κόρη, πλάσσω] maker van figuurtjes.