μακροφλυαρήτης
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ου, ὁ, tedious prater, ib.11.134 (Lucill.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
bavard intarissable.
Étymologie: μακρός, φλυαρέω.
Greek Monolingual
μακροφλυαρήτης, ὁ (Α)
ο πολύ φλύαρος, πολυλόγος σε μέγιστο βαθμό, πολυλογάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μακρ(ο)- + φλυαρώ].
Greek Monotonic
μακροφλυᾱρήτης: ὁ, ανιαρός συνομιλητής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
μακροφλυᾱρήτης: ου ὁ неугомонный болтун Anth.