ἐπίφασις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A becoming visible, f.l. in Thphr.Sens.27 codd. (ἔμφασις Schneider); outward appearance, ἐπίφασις βασιλική Plb.4.77.3; κατὰ τὴν ἐπίφασιν καταπλαγῆναι = by his outward appearance, Id.11.27.8; opp. κατ' ἀλήθειαν, Id.14.2.9; but distinguished from κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Id.25.3.6.
II indication, display, ἑτοιμότητος, ἀκριβείας, εὐδαιμονίας, Id.4.11.4,12.10.4,31.25.7; ἠθῶν dub. in Phld.Mus.p.64K.(pl.).
German (Pape)
[Seite 999] ἡ (ἐπιφαίνω, vgl. ἐπιφάνεια), das Erscheinen, das äußere Ansehen, Zeichen u. Aeußerung, τῆς ἑτοιμότητος, ὀργῆς, ἀκριβείας, Pol. 4, 11, 4. 22, 17, 18. 12, 11, 4; βασιλική 4, 77, 3 u. öfter; Schein, κατὰ τὴν ἐπίφασιν, Ggstz κατὰ τὴν ἀλήθειαν, 14, 2, 9 u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίφᾰσις: -εως, ἡ, = ἐπιφάνεια, τὸ ἐπιφαίνεσθαι, Θεοφρ. π. Αἰσθ. 27˙ ἐξωτερικὴ ὄψις, ἐπ. βασιλικὴ Πολύβ. 4. 77, 3˙ κατὰ τὴν ἐπίφασιν, κατὰ τὸ φαινόμενον, Πολύβ. 11. 27, 8˙ ἀντίθετον τῷ κατ’ ἀλήθειαν, ὁ αὐτ. 14. 2, 9˙ ἀλλὰ διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ κατ’ ἐπιφάνειαν, ὁ αὐτ. 26. 5, 6. ΙΙ. ἔνδειξις, ἐπίδειξις, ἑτοιμότης ἀκριβείας κτλ. ὁ αὐτ. 4. 11, 4., 12. 11, 4, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίφᾰσις: εως ἡ
1) внешний вид, видимость (βασιλική Polyb.): κατὰ τὴν ἐπίφασιν Polyb. с виду, по видимости;
2) проявление, обнаруживание (ἑτοιμότητος Polyb.).