λογιστήριον

From LSJ
Revision as of 17:07, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογιστήριον Medium diacritics: λογιστήριον Low diacritics: λογιστήριον Capitals: ΛΟΓΙΣΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: logistḗrion Transliteration B: logistērion Transliteration C: logistirion Beta Code: logisth/rion

English (LSJ)

τό, A the place at Athens where the λογισταί met, Decr. ap. And.1.78 (pl.), Lys.20.10; later of any office, λ. τῶν νομαρχικῶν Klio12.365 (Alexandria, ii B. C.), cf. PPetr.2p.26 (iii B. C.), PTeb.24.38 (ii B. C.); στρατιωτικὸν λ. war-office, Str.16.2.10. 2 λογιστήρια, τά, = λογισταί, Arist.Fr.446; ἀνενεγκάτω ὁ ταμίας… τῷ πρώτῳ λογιστηρίῳ at the first meeting of the λογισταί, SIG1219.36 (Gambreum, iii B. C.). II reckoning-board, abacus, D.S.30.15; called τράπεζα λογιστηρία by Poll.10.158.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
lieu où siégeaient les vérificateurs des comptes, à Athènes.
Étymologie: λογίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

λογιστήριον: τό
1) логистерий (финансово-контрольный орган в Афинах, в котором λογισταί проверяли отчеты должностных лиц) Lys., Arst.;
2) счетная доска Diod.

Greek (Liddell-Scott)

λογιστήριον: τό, ὁ τόπος ἐν Ἀθήναις ἔνθα συνεκάθιζον οἱ λογισταί, τὰ ἀρχεῖα τῶν λογιστῶν, Ψήφ. παρ’ Ἀνδοκ. 10. 38, Λυσ. 158. 40· στρατιωτικὸν λ., τὸ ὑπουργεῖον τῶν στρατιωτικῶν, Στράβ. 752. 2) λογιστήρια. = λογισταί, Ἀριστ. Ἀποσπ. 406. ΙΙ. τόπος πρὸς φιλοσοφικὰς συζητήσεις, Συνεσ. Ἐπιστ. 54. ΙΙΙ. ἀβάκιον ἐφ’ οὗ ἐτέλουν ἀριθμητικὰς πράξεις, Διοδ. Ἐκλογ. Βατικαν. σ. 75· καλούμενον τράπεζα λογιστηρία παρὰ Πολυδ. Ι΄, 158.

Greek Monotonic

λογιστήριον: τό, τόπος στην Αθήνα στον οποίο συναντιόνταν οι λογισταί, σε Ρήτ.

Middle Liddell

λογιστήριον, ου, τό,
the place at Athens where the λογισταί met, Oratt. [from λογιστής

German (Pape)

τό, nach VLL τὰ τῶν λογιστῶν ἀρχεῖα, in Athen der Ort, wo sich die λογισταί versammeln, Andoc. 1.78 Lys. 20.10; nach Poll. 9.44 auch der Ort im Theater, wo die λογισταί sitzen. – Auch die Rechenschule, und die Schule, wo philosophische Disputationen gehalten werden, Sp.
Bei Strab. XVI.752 στρατιωτικὸν λογ., Kriegskanzlei.