βοηλασία
τὸ δανείζεσθαι τῆς ἐσχάτης ἀφροσύνης καὶ μαλακίας ἐστίν → being in debt is a mark of extreme folly and moral weakness (Plutarch, On Avoiding Debt 829F3)
English (LSJ)
ἡ, A driving of oxen, cattle-lifting, Il.11.672. II place where cattle are pastured, cattle-run, AP7.626. III struggle with a bull, Hld. 10.31.
Spanish (DGE)
(βοηλᾰσία) -ας, ἡ
1 abigeato, Il.11.672, Hermo 1.7.
2 lucha, derribo del torocomo ritual o espectáculo, Plu.Thes.30, Hld.10.31.3.
3 apacentadero, AP 7.626.
German (Pape)
[Seite 451] ἡ, 1) Wegtreiben der Rinder, Rinderraub, Iliad. 11, 672 (ἅπαξ εἰρημ.); Plut. Thes. 30. – 2) das Hüten der Rinder, auch der Ort, Rindertrift, Ep. ad. 398 (VII, 626). – 3) der Ochsenritt, Hel. 10. 31.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
(ion.) ίη, ης (ἡ) :
rapt de bœufs ; rapt de bétail.
Étymologie: βοηλάτης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βοηλασία -ας, ἡ, ep. βοηλασίη βοηλάτης veeroof.
Russian (Dvoretsky)
βοηλᾰσία: ион. βοηλᾰσίη ἡ
1) угон крупного рогатого скота Hom., Plut.;
2) выгон, пастбище Anth.
Greek Monolingual
βοηλασία, η (Α) βοηλάτης
1. αρπαγή βοδιών
2. περιοχή όπου βόσκουν βόδια
3. πάλη με ταύρο.
Greek Monotonic
βοηλᾰσία: ἡ,
I. απαγωγή, αρπαγή των βοδιών, σε Ομήρ. Ιλ.
II. αγώνες με βόδια, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
βοηλᾰσία: ἡ, ἀπαγωγή, ἁρπαγή βοῶν, Ἰλ. Λ. 671. ΙΙ. μέρος ἔνθα κτήνη, βόες βόσκονται, νομὴ βοῶν, Ἀνθ. II. 7. 626. ΙΙΙ. ἀγὼν πρὸς ταῦρον ἢ βοῦν, Ἡλιοδ. 10. 31.
Middle Liddell
[From βοηλάτης
I. a driving of oxen, cattle-lifting, Il.
II. a cattle-run, Anth.