ἐκπηγνύω
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
v. ἐκπήγνυμι.
Spanish (DGE)
helar τὸ ἄγαν ψῦχος ἐκπηγνύον τὰ ὑγρὰ καὶ μαλακὰ τοῦ σώματος Plu.2.953d
•fig. paralizar τοὺς θιγόντας αὐτῆς (τῆς νάρκης) Plu.2.978c.
French (Bailly abrégé)
rendre épais, lourd.
Étymologie: ἐκ, πηγνύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπηγνύω:
1) досл. замораживать, перен. уплотнять, делать твердым (ἐκπαγεὶς καὶ γενομένος σκληρός Plut.);
2) приводить в оцепенение, оглушать (τῆς νάρκης δύναμις τοὺς θίγοντας ἐκπηγνύουσα Plut.).