βλαστικός

From LSJ
Revision as of 12:00, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλαστικός Medium diacritics: βλαστικός Low diacritics: βλαστικός Capitals: ΒΛΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: blastikós Transliteration B: blastikos Transliteration C: vlastikos Beta Code: blastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, budding, sprouting, Id.HP3.12.8: Sup., dub. in Id.CP1.13.10; furthering growth, ὥρα Gp.9.9.3 (Comp.); κίνησις Herm. ap. Stob.1.41.7.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que está a punto de brotar (φύλλον) Thphr.HP 3.12.8.
2 fértil τόποι Gp.9.9.3, cf. 4, 8.
3 vegetativo op. ζωτικός: κίνησις Corp.Herm.Fr.15.5.

German (Pape)

[Seite 448] dasselbe, keimend, Theophr.; das Keimen befördernd, Id.

Greek (Liddell-Scott)

βλαστικός: -ή, -όν, = τῷ προηγ., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 3. 12, 8. 2) προάγων τὴν αὔξησιν, ὁ αὐτ. π. Ὀσμ. 63· ὥρα Γεωπ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α βλαστικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί στη βλάστηση
νεοελλ.
1. εκείνος που ανήκει στον βλαστό ή στη βλάστηση
2. ιστός που διαθέτει έντονη αναπαραγωγική ικανότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βλαστός ή < βλαστάνω.