ἐπιδανείζω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
lend money on property already mortgaged, D.35.22, PPetr.3p.41 (iii B.C.); ἐ. ἐπὶ κτήμασι Arist.Oec.1347a1; ἱερατικὰς προσόδους ἐ. PGnom.184 (ii A.D.):—Med., borrow on property already mortgaged, D.34.6, Syngr. ap. eund.35.11: metaph., ἐπιδανείζεσθαι χρόνον παρὰ τῆς τύχης εἰς ἄδοξον βίον Plu.Brut.33.
German (Pape)
[Seite 934] noch dazu, zur zweiten Hypothek leihen, Dem. 35, 22; im med. sich borgen, 34, 6; vgl. B. A. 259; übh. = δανείζω, z. B. ἐπὶ κτήμασι Arist. oec. 2, 3, übtr. παρὰ τῆς τύχης χρόνον εἰς ἄδοξον βίον Plut. Brut. 33.
French (Bailly abrégé)
prendre une seconde hypothèque sur un bien;
Moy. ἐπιδανείζομαι emprunter sur un bien déjà hypothéqué.
Étymologie: ἐπί, δανείζω.
Greek Monolingual
ἐπιδανείζω (Α)
δανείζω χρήματα ενυποθηκεύοντας κτήμα («μετοίκων δέ τινων ἐπιδεδανεικότων ἐπὶ κτήμασιν», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
ἐπιδᾰνείζω: μέλ. -σω, δανείζω χρήματα για ήδη υποθηκευμένη ιδιοκτησία, σε Δημ. — Μέσ., δανείζομαι χρήματα για παρομοίου καθεστώτος ιδιοκτησία, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδᾰνείζω:
1 давать ссуду под уже заложенное имущество (ἐ. χρήματα παρὰ τὴν συγγραφήν Dem.);
2 давать взаймы (ἐπὶ κτήμασιν Arst.);
3 med. получать ссуду под залог уже заложенного имущества (ἐ. τετρακισχιλίας δραχμὰς παρά τινος Dem.): παρὰ τῆς τύχης χρόνον ἐ. εἴς τι погов. Plut. расточать время на что-л.
Middle Liddell
fut. σω
to lend money on property already mortgaged, Dem.:—Mid. to borrow on such property, Dem.