κονιατός

From LSJ
Revision as of 20:55, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κονιᾱτός Medium diacritics: κονιατός Low diacritics: κονιατός Capitals: ΚΟΝΙΑΤΟΣ
Transliteration A: koniatós Transliteration B: koniatos Transliteration C: koniatos Beta Code: koniato/s

English (LSJ)

ή, όν, plastered or daubed, X.An.4.2.22, Thphr.HP8.11.1, PPetr.3p.290 (iii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
enduit de chaux, crépi, plâtré.
Étymologie: adj. verb. de κονιάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κονιατός -ή -όν [κονιάω] gepleisterd, wit gemaakt.

Russian (Dvoretsky)

κονιᾱτός: обмазанный известкой, выбеленный (λάκκος Xen.).

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κονιατός, -ή, -όν) κονιώ
ασβεστωμένος ή αλειμμένος με πίσσα.

Greek Monotonic

κονιᾱτός: -ή, -όν, ασβεστωμένος ή αλειμμένος με πίσσα, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

κονιᾱτός: -ή, -όν, ἀσβεστωμένος ἢ μὲ πίσσαν ἀληλιμμένος (ἴδε τὸ ἑπόμ.). Ξεν. Ἀν. 4. 2, 22.

Middle Liddell

κονιᾱτός, ή, όν
plastered or pitched, Xen.