σύνερξις

From LSJ
Revision as of 22:45, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύνερξις Medium diacritics: σύνερξις Low diacritics: σύνερξις Capitals: ΣΥΝΕΡΞΙΣ
Transliteration A: sýnerxis Transliteration B: synerxis Transliteration C: synerksis Beta Code: su/nercis

English (LSJ)

εως, ἡ, (συνέργω) A forcing together, junction, ἐν τῇ συνέρξει = in close order of battle, D.C.50.32; ἡ τῶν γάμων σύνερξις wedlock, Pl.Ti.18d: abs., Id.R.460a. 2 confinement, ἡ εἰς σῶμα σύνερξις Porph.Sent.28, cf. Plu.Fr.6.2; ζῴων Porph.Abst.1.40.

German (Pape)

[Seite 1020] ἡ, Zusammendrängen, übh. Verbinden; Plat. Rep. V, 460 a; εἰς τὴν τῶν γάμων σύνερξιν, Tim. 18 d; Sp., wie D. Cass. 50, 32.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action de resserrer ; resserrement ; particul. ordre de bataille en lignes serrées;
2 union.
Étymologie: συνέργω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύνερξις -εως, ἡ [συνέργω] vereniging, verbinding.

Russian (Dvoretsky)

σύνερξις: εως ἡ соединение, сочетание Plat.: ἡ τῶν γάμων σύνερξις Plat. заключение браков.

Greek Monolingual

-έρξεως, ἡ, Α συνέργω
στενή σύνδεση.

Greek Monotonic

σύνερξις: ἡ (συνέργω), στενή σύνδεση· ένωση με τα δεσμά του γάμου, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σύνερξις: ἡ, (συνέργω) σύγκλεισις, συμπύκνωσις, ἐν τῇ σ., ἐν πυκνῇ παρατάξει, Δίων Κ. 50. 32· τὴν τῶν γάμων σύνερξιν λάθρα μηχανᾶσθαι κλήροις τισίν; τὴν διὰ τῶν γάμων σύνδεσιν, Πλάτ. Τίμ. 18D· οὕτως, ἀπολ., ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 460Α.

Middle Liddell

σύνερξις, εως, συνέργω
close union, wedlock, Plat.