κολλώδης

From LSJ
Revision as of 14:44, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολλώδης Medium diacritics: κολλώδης Low diacritics: κολλώδης Capitals: ΚΟΛΛΩΔΗΣ
Transliteration A: kollṓdēs Transliteration B: kollōdēs Transliteration C: kollodis Beta Code: kollw/dhs

English (LSJ)

ες, glutinous, viscous, Pl.Cra.427b, Arist.HA568b11, 623b30 (Sup.), Thphr.CP5.16.4, Heraclid.Tarent. ap. Ath.3.120c, Aret.SD1.11; of rheum in the eye, PMed.Strassb.p.6, Philum.Ven. 14.2.

German (Pape)

[Seite 1474] ες, leimartig, klebrig; τὸ λιπαρὸν καὶ τὸ κολλῶδες Plat. Crat. 427 b; βρώματα Ath. III, 120 c; Plut. u. a. Sp.; κολλωδέστατα δένδρα Arist. H. A. 9, 40 A.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
collant, gluant, visqueux.
Étymologie: κόλλα, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολλώδης -ες [κόλλα] plakkerig.

Russian (Dvoretsky)

κολλώδης:
1 клейкий, вязкий (λιπαρὸς καὶ κ. Plat., Plut.);
2 выделяющий камедь, смолистый (δένδρα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κολλώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς κόλλαν, κολλητικός, γλοιώδης, Πλάτ. Κρατ. 427Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 8., 9. 40, 6, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 16, 4.

Greek Monolingual

-ες (AM κολλώδης, -ῶδες) κόλλα
αυτός που μοιάζει με κόλλα, που έχει κολλητικές ιδιότητες, γλοιώδης («τῶν δένδρων τὰ δάκρυα, ἰτέας και πτελέας καὶ ἄλλων τῶν κολλωδεστάτων», Αριστοτ.).