κηρόδετος

From LSJ
Revision as of 21:00, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηρόδετος Medium diacritics: κηρόδετος Low diacritics: κηρόδετος Capitals: ΚΗΡΟΔΕΤΟΣ
Transliteration A: kēródetos Transliteration B: kērodetos Transliteration C: kirodetos Beta Code: khro/detos

English (LSJ)

ον, δέω A) bound or joined with wax, μέλι APl.4.305 (Antip.); σῦριγξ Euph. ap. Ath. 4.184a; κ. πνεῦμα the breath of the wax-joined pipe, Theoc.Ep.5.4.

German (Pape)

[Seite 1433] mit Wachs verbunden, befestigt; μέλι Antp. Sid. 48 (Plan. 305); σύριγξ Euphor. Ath. IV, 184 a; πνεῦμα, das Blasen auf dieser, Theocr. ep. 5, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié, collé avec de la cire.
Étymologie: κηρός, δετός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρόδετος -ον [κηρός, δέω] met was samengevoegd.

Russian (Dvoretsky)

κηρόδετος: скрепленный воском: κηρόδετον πνεῦμα Theocr. игра на скрепленной воском свирели.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κηρόδετος, -ον)
αυτός που συγκρατείται με κερί, ο συναρμοσμένος ή συγκολλημένος με κερί
αρχ.
φρ. «κηρόδετον πνεῦμα» — το φύσημα του αυλού ο οποίος είχε συναρμοστεί με κερί (Θεόκρ.).
επίρρ...
κηρόδετα
με κηρόδετο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -δετος (< δετός < δέω [II] «δένω»), πρβλ. αλυσόδετος, χρυσόδετος].

Greek Monotonic

κηρόδετος: Δωρ. καρ-, -ον (δέω), δεμένος με κερί, μέλι, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κηρόδετος: Δωρ. καρ-, ον, (δέω) ὁ συγκρατούμενος ἢ συγκολληθεὶς διὰ κηροῦ, μέλι Ἀνθ. Πλαν. 4. 305· σῦριγξ Εὔφορ. εἰς Ἀθήν. 184Α· κ. πνεῦμα, τὸ φύσημα τοῦ μὲ κηρὸν συνημμένου αὐλοῦ, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 5. 4.

Middle Liddell

[δέω]
wax-bound, μέλι Anth.