πέρσις
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
εως, ἡ, (πέρθω) sacking, sack, π. Ἰλίου, name of a tragedy, Arist.Po.1456a16, 1459b6; of a poem by Lesches, Paus.10.25.5; by Stesichorus, Id.10.26.1.
German (Pape)
[Seite 603] ἡ, die Verwüstung, Zerstörung, Paus. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
destruction d'une ville.
Étymologie: πέρθω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέρσις -εως, ἡ [πέρθω] verwoesting.
Russian (Dvoretsky)
πέρσις: εως ἡ πέρθω разрушение (Ἰλίου Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πέρσις: ἡ, (πέρθω) ἐκπόρθησις, ἅλωσις, π. Ἰλίου, ποίημα τοῦ Ἀρκτίνου ἀνῆκον εἰς τὸν Ἐπικὸν κύκλον, Ἀριστ. Ποιητ. 18, 15., 22, 7· τοῦ Λέσχεω, Παυσ. 10. 25, 5 (ἔνθα γενικ. πέρσιδος): τοῦ Στησιχόρου, ὁ αὐτ. 26, 1.
Greek Monolingual
-ιδος, ἡ, Α πέρθω
εκπόρθηση, άλωση.
Greek Monotonic
πέρσις: ἡ (πέρθω), εκπόρθηση, άλωση, πέρσις Ἰλίου, ποίημα του Αρκτίνου, σε Αριστ.
Middle Liddell
πέρσις, εως, πέρθω
a sacking, sack, π. Ἰλίου, a poem by Arctinus, Arist.