πολυάρατος

From LSJ
Revision as of 11:20, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2")

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠᾰ́ρᾱτος Medium diacritics: πολυάρατος Low diacritics: πολυάρατος Capitals: ΠΟΛΥΑΡΑΤΟΣ
Transliteration A: polyáratos Transliteration B: polyaratos Transliteration C: polyaratos Beta Code: polua/ratos

English (LSJ)

[ᾰρ], Ep. πολυάρητος [ᾱ], ον, (ἀράομαι) A much-wished-for, much-desired, ἤ τίς οἱ εὐξαμένῃ π. θεὸς ἦλθεν Od.6.280, cf. 19.404, h.Cer.220: in Att. Prose, τὴν πολυάρατον σοφίαν Pl.Tht.165e. II cursed, κολακεία, γόητες, Dam.Isid.18, 92.

German (Pape)

[Seite 659] = πολυάρητος; σοφία, Plat. Theaet. 165 e; Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est l'objet de beaucoup de souhaits.
Étymologie: πολύς, ἀράομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυάρᾱτος -ον, ep. en Ion. πολυάρητος [πολύς, ἀράομαι] tot wie veel gebeden wordt vaak aangeroepen:. πολυάρητος θεός een vaak aangeroepen godheid Od. 6.280. waarom veel gebeden wordt vurig gewenst:. τὴν πολυάρατον σοφίαν de wijsheid waarnaar men hevig velangt Plat. Tht. 165e.

Russian (Dvoretsky)

πολυάρᾱτος: эп.-ион. πολυάρητος 2 (ᾰρ) многожеланный (θεός Hom.; παῖς HH; σοφία Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυάρᾱτος: -ον, ἴδε πολυάρητος.

Greek Monolingual

επικ. τ. πολυάρητος, -ον, Α
1. ο πολύ επιθυμητός, πολυπόθητος («πρὶν θαυμάσας τὴν πολυάρατον σοφίαν ξυνεποδίσθης ὑπ' αὐτοῦ», Πλάτ.)
2. ο πολύ καταραμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ἀρῶμαι «παρακαλώ, εύχομαι, καταριέμαι» (πρβλ. δημ-άρατος)].