μύστις

From LSJ
Revision as of 18:55, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύστῐς Medium diacritics: μύστις Low diacritics: μύστις Capitals: ΜΥΣΤΙΣ
Transliteration A: mýstis Transliteration B: mystis Transliteration C: mystis Beta Code: mu/stis

English (LSJ)

ῐδος, fem. of μύστης, IG3.914, Porph.Antr.18: usually metaph., initiate or initiator, μ. νάματος ἡ Κύπρις Anacreont.4.12; πενίης μύστι, λάγυνε AP9.229 (Marc.Arg.); μ. τῆς τοῦ θεοῦ ἐπιστήμης, of Σοφία, LXX Wi.8.4; [ψυχὴ] τῶν τελείων μ. τελετῶν Ph.1.173.

German (Pape)

[Seite 223] ιδος, ἡ, fem. zu μύστης, die Eingeweih'te, sp. D.; auch μύστι πενίης, M. Arg. 18 (IX, 229). – Auch = die Einweihende, μύστις νάματος ἡ Κύπρις, Anacr. 4, 7.

French (Bailly abrégé)

ιδος
adj. f.
1 initiée;
2 initiatrice;
3 mystique.
Étymologie: fém. de μύστης.

Greek Monolingual

μύστις, -ιδος, ἡ (ΑΜ)
βλ. μύστης.

Greek Monotonic

μύστις: -ῐδος,
I. θηλ. του μύστης, ως επίθ., μυστικός, απόκρυφος, σε Ανθ.
II. μυσταγωγός, σε Ανακρεόντ.

Russian (Dvoretsky)

μύστις: ῐδος adj. f вводящая в таинства, посвящающая в мистерии (ἡ Κύπρις Anacr.).

Middle Liddell

[fem. of μύστης
I. as adj. mystic, Anth.
II. a mystagogue, Anacreont.