ἀποθρῴσκω

From LSJ
Revision as of 17:40, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποθρῴσκω Medium diacritics: ἀποθρῴσκω Low diacritics: αποθρώσκω Capitals: ΑΠΟΘΡΩΣΚΩ
Transliteration A: apothrṓiskō Transliteration B: apothrōskō Transliteration C: apothrosko Beta Code: a)poqrw/|skw

English (LSJ)

aor. ἀπέθορον, A leap off from, νηός Il.2.702; ἀπὸ τῶν ἴππων, ἀπὸ νεός, Hdt.1.80, 7.182; ἰοὶ ἀπὸ νευρῇφι θορόντες Il.16.773: abs., spring away, Opp.H.1.206. 2 leap up from, rise from, καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od.1.58. 3 rebound from, ἔρως ἀντιτύπου κραδίης ἀ. AP9.443 (Paul. Sil.). 4 break off, of rocks, ἀφ' ὑψηλῆς κορυφῆς Hes.Sc.375.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ἀπέθορον Il.2.702]
1 lanzarse, salir despedido ἰοί τε ... ἀπὸ νευρῆφι θορόντες Il.16.773, πέτραι Hes.Sc.375, ἀντιτύπου ... ἀποθρῴσκει Ἔρως κραδίης Eros sale despedido de un corazón duro, AP 9.443 (Paul.Sil.), ἀποθρῴσκοντα λοχείης υἱέα al hijo que salía a luz del parto Nonn.D.38.146
elevarse καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Od.1.58.
2 saltar νηός Il.2.702, c. ἀπό y gen. ἀπὸ τῶν ἵππων Hdt.1.80, cf. 3.129, abs. Hdt.7.182, Opp.H.1.206.

French (Bailly abrégé)

f. ἀποθοροῦμαι, ao.2 ἀπέθορον;
1 s'élancer hors de, gén.;
2 s'élancer du haut de.
Étymologie: θρῴσκω.

Russian (Dvoretsky)

ἀποθρῴσκω: и ἀποθρώσκω (fut. ἀποθοροῦμαι, aor. 2 ἀπέθορον)
1 спрыгивать, соскакивать (τινός Hom. и ἀπό τινος Hom., Her.);
2 подниматься, вздыматься (καπνὸς ἀποθρῴσκων τῆς γαίης Hom.; πέτραι ἀποθρῴσκουσιν Hes.; ἀποθρῴσκει ἔρως κραδίης Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποθρῴσκω: μέλλ. -θοροῦμαι: ἀόρ. ἀπέθορον: ― πηδῶ ἐξω ἢ πηδῶ κάτω ἀπό τινος, νηὸς ἀποθρῴσκοντα Ἰλ. Β. 702· ἀποθορόντες ἀπὸ τῶν ἵππων Ἡρόδ. 1. 80· ἀποθορόντες [τῆς νηὸς] 7. 182· ἐπὶ βελῶν, ἐν τμήσει, ἀπὸ νευρῆφι θορόντες, «ἐκπηδῶντες» (Γαζῆς), Ἰλ. Π. 773. ΙΙ. ἀναπηδῶ ἐκ τινος, ἀνέρχομαι, ἱέμενος κὰι καπνὸν ἀποθρῴσκοντα νοῆσαι ἧς γαίης Ὀδ. Α. 58· ἔρως κραδίης ἀπ. Ἀνθ. Π. 9. 443 2) ἀποσπῶμαι καὶ κατακρημνίζομαι, ἐπὶ πετρῶν (βράχων) κατακυλιομένων ἐξ ἀποτόμων ὀρέων, ὡς δ’ ὅτ’ ἀφ’ ὑψηλῆς κορυφῆς ὄρεος μεγάλοιο πέτραι ἀποθρῴσκωσιν, ἐπ’ ἀλλήλαις δὲ πέσωσι… εἵως πεδίονδ’ ἀφίκωνται Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 375.

Greek Monotonic

ἀποθρῴσκω: μέλ. -θοροῦμαι, αόρ. βʹ ἀπέθορον· πηδώ έξω ή κάτω από, νηός, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀφ' ἵππου, ἀπὸ νεός, σε Ηρόδ.
II. αναπηδώ από, ανέρχομαι, υψώνομαι από· καπνὸν ἀποθρῴσκοντα γαίης, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., αποσπώμαι και κατακρημνίζομαι, λέγεται για βράχους, σε Ησίοδ.

German (Pape)

(θρῴσκω,
1 herabspringen, νηός Il. 2.702, 16.748; ἀπὸ λέκτροιο θοροῦσα Od. 23.32; ἀπ' ἵππου Her. 3.129; ἀποθορόντες ἀπ' ἵππων 1.80.
2 abspringen, weggeschnellt werden, Il. 16.773 ἰοί τε πτερόεντες ἀπὸ νευρῆφιθορόντες, 15.314 ἀπὸ νευρῆφι δ' ὀϊστοὶ θρῶσκον.
3 von etwas emporsteigen, vom Rauch, Od. 1.58; vom jähen Felsen, Hes. Sc. 375.