κηπαῖος

From LSJ
Revision as of 18:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ggstz " to "<span class="ggns">Gegensatz</span> ")

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κηπαῖος Medium diacritics: κηπαῖος Low diacritics: κηπαίος Capitals: ΚΗΠΑΙΟΣ
Transliteration A: kēpaîos Transliteration B: kēpaios Transliteration C: kipaios Beta Code: khpai=os

English (LSJ)

α, ον, (κῆπος) A of a garden or from a garden, cultivated, κ. σίκυες Arist.Pr.926b7, cf. Dsc.2.146, Gal.6.627 (v.l.), etc.; κηπαῖοι παράδεισοι = garden-like parks, Clearch.6. II κηπαία (sc. θύρα), ἡ, garden door, back door, Hermipp.47.9, cf.Poll.1.76; prov., ταῖς κηπαίαις θύραις 'by the backstairs', D.L.7.25, cf. Gal.2.98. 2 a herb, Sedum cepaea, Dsc.3.151.

German (Pape)

[Seite 1432] aus dem Garten, zum Garten gehörig; ἡ κηπαία, sc. θύρα, die Gartenthür, Hermipp. bei Ath. XV, 668 a; Poll. 1, 76. 9, 13; – im Garten gebau't, λάχανα, im Gegensatz von ἄγρια, Galen.; – παράδεισοι Ath. XII, 515 e.

Russian (Dvoretsky)

κηπαῖος: садовый (φυτά Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κηπαῖος: -α, -ον, (κῆπος) = κηπευτός, κ. σίκυοι, ἀντίθετ. τῷ ἄγριοι, Ἀριστ. Προβλ. 20. 32, πρβλ. π. Φυτ. 1. 4, 13, Διοσκ., κτλ.· κ. παράδεισοι, παράδεισοι ὅμοιοι κήποις, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 515Ε ΙΙ. κηπαία (δηλ. θύρα), ἡ, ἡ τοῦ κήπου θύρα, Ἕρμιππ. ἐν «Μοίραις» 2, πρβλ. Δημ. 1155. 13, Διογ. Λ. 7. 25, Πολυδ. Α΄, 76. 2) ὡσαύτως λάχανα ἥμερα, «σαλατικά», Διοσκ. 3. 168.

Greek Monolingual

-αία, -ο (ΑΜ κηπαῖος, -αία, -ον) κήπος
αυτός που ανήκει στον κήπο ή καλλιεργείται και ευδοκιμεί σε κήπο, κηπευτός, περιβολήσιος («κηπαῖοι σίκυες», Αριστοτ.)
μσν.-αρχ.
το θηλ. ως ουσ.κηπαία (ενν. θύρα)
η πόρτα του κήπου
αρχ.
1. όμοιος με κήπο («κηπαῖοι παράδεισοι», Κλέαρχ.)
2. το θηλ. ως ουσ.κηπαία είδος φυτού
3. παροιμ. «ταῖς κηπαίαις θύραις» — κρυφά, λαθραία.