γλέφαρον
English (LSJ)
τό, Aeolic for βλέφαρον, Pi. O. 3.12, etc.
Spanish (DGE)
v. βλέφαρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γλέφαρον -ου, τό Aeol. voor βλέφαρον.
Russian (Dvoretsky)
γλέφᾰρον: τό Pind. v.l. = βλέφαρον.
Greek (Liddell-Scott)
γλέφαρον: τό, Αἰολ. ἀντὶ βλέφαρον, Πίνδ.
English (Slater)
γλέφᾰρον (-α, -ων, -οις)
a brow, forehead γλεφάρων Αἰτωλὸς ἀνὴρ ὑψόθεν ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.12) τοὶ δ' ἐπὶ γλεφάροις νεῦσαν ἀθανάτοισιν (I. 8.45)
b eye, eyelid κελαινῶπιν δἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (P. 1.8) ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121) παῦρον ἐπὶ γλεφάροις ὕπνον ἀναλίσκοισα (sc. Κυράνα) (P. 9.24) Ὥρα πότνια ἅ τε παρθενηίοις παίδων τ' ἐφίζοισα γλεφάροις (Heyne: βλεφ- codd.) (N. 8.2)
c fragg. ]α γλέφαρα[ fr. 51. f. c. γλεφ[ P. Oxy. 2446. fr. 25. 1.
Greek Monolingual
το
βλ. βλέφαρο.
Greek Monotonic
γλέφαρον: τό, Αιολ. αντί βλέφαρον.
German (Pape)
τό, dor. = βλέφαρον, Pind. Ol. 3.12.