στιλπνότης
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
ητος, ἡ, brightness, Plu.2.921a, Gal.7.245, Aq.Dt.7.13, Za.4.14, Plot.2.1.7.
German (Pape)
[Seite 943] ητος, ἡ, = στιλβότης, Glanz, Clem. Al. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
éclat.
Étymologie: στιλπνός.
Greek (Liddell-Scott)
στιλπνότης: -ητος, ἡ, = στιλβότης, Πλούτ. 2. 921Α, κτλ.
Russian (Dvoretsky)
στιλπνότης: ητος ἡ сияние (sc. τῆς πανσελήνου Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στιλπνότης -ητος, ἡ [στιλπνός] glans.