αὐτόδεκα
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
just ten, Th.5.20.
Spanish (DGE)
indecl. exactamente diez αὐ. ἐτῶν διελθόντων Th.5.20.
French (Bailly abrégé)
adv.
juste dix, précisément dix.
Étymologie: αὐτός, δέκα.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόδεκα: ровно десять Thuc.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόδεκα: ἀκριβῶς δέκα, Θουκ. 5. 20· ― αὐτο-δεκάς, άδος, ἡ, αὐτὸς ὁ ἀριθ. δέκα, αὐτὴ ἡ δεκάς. Πλωτῖν. 6. 6, 14.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
αὐτόδεκα: μόλις δέκα, σε Θουκ.
Middle Liddell
just ten, Thuc.
German (Pape)
gerade zehn, Thuc. 5.20.