καταχαλκόω
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
A cover or point with bronze, τὰ κέρεα Hdt.6.50:—Pass., θυρώματα-κεχαλκωμένα χαλκῷ LXX 2 Ch.4.9. II κ. τόπον θυρίσι block up with bronze doors, Heraclid. ap. Ath.12.521f; στοὰς ὅπλοις D.S.12.70.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
couvrir ou garnir de cuivre ou d'airain.
Étymologie: κατάχαλκος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-χαλκόω met brons beslaan.
Russian (Dvoretsky)
καταχαλκόω: покрывать медью (τὰ χέρεα Her.; τὰς στοάς Diod.).
Greek Monotonic
καταχαλκόω: μέλ. -ώσω, καλύπτω με χαλκό, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
καταχαλκόω: κατακαλύπτω, ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ κέρεα Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, κλείω μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.
Middle Liddell
fut. ώσω
to cover with brass, Hdt.
German (Pape)
vererzen, mit Erz od. Kupfer bedecken; καταχάλκου τὰ κέρεα Her. 6.50; τὸν τόπον κατεχάλκωσαν θυρίσι, sie versahen, verschlossen den Ort mit ehernen Türen, Heraclid. bei Ath. XII.521f, v.l. κατεχάλκευσαν. Vgl. DS. 12.70.