διομαλύνω
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
English (LSJ)
distribute evenly, Plu.2.130d.
Spanish (DGE)
hacer uniforme τὸ πνεῦμα πράως διομαλύνοντα Plu.2.130d.
French (Bailly abrégé)
égaliser, aplanir.
Étymologie: διά, ὁμαλύνω.
Russian (Dvoretsky)
διομᾰλύνω: делать ровным (τὸ πνεῦμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διομᾰλύνω: κάμνω τι ὅλως ὁμαλόν, ἰσοπεδῶ, ἐξισάζω ἐντελῶς, Πλούτ. 2. 130D.
Greek Monolingual
διομαλύνω (Α) ομαλύνω
καθιστώ κάτι ομαλό, ισοπεδώνω.
German (Pape)
durch und durch gleichmäßig machen; διομαλάνοντα καὶ διαχέοντα μέχρι τῶν ἄκρων Plut. de san. tu. p. 392.