κυνοδρομέω
From LSJ
English (LSJ)
run or chase with dogs, X.Cyn.6.17: metaph., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες Id.Smp.4.63.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
chasser au chien courant, fig. suivre à la piste.
Étymologie: κύων, ἔδραμον, τρέχω.
Russian (Dvoretsky)
κῠνοδρομέω:
1 охотиться с собаками, травить Xen.,;
2 перен. гоняться, усиленно искать (τινα Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοδρομέω: τρέχω ἢ κυνηγῶ μετὰ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 6, 17 ἑξ.· μεταφ., ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 4, 63.
Greek Monotonic
κῠνοδρομέω: μέλ. -ήσω (δρόμος), τρέχω ή κυνηγώ με σκυλιά, σε Ξεν.
Middle Liddell
κῠνο-δρομέω, fut. -ήσω δρόμος
to run with dogs, Xen.
German (Pape)
mit Hunden jagen, hetzen; Xen. Cyn. 6.17 ff.; übertragen, ἐκυνοδρομοῦμεν ἀλλήλους ζητοῦντες, wir suchten einander auf, wie Hunde den Hafen, Conv. 4.63.